- ἵππαγρος
- ἵππαγροςwild horsemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίππαγρος — ἵππαγρος, ὁ (Α) άγριος ίππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό αγρος, σύ αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος] … Dictionary of Greek
ἱππάγρου — ἵππαγρος wild horse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάγρων — ἵππαγρος wild horse masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππαγρον — ἵππαγρος wild horse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίγαγρος — Βλ. λ. αγριοκάτσικο. * * * ο (Α αἴγαγρος) άγρια κατσίκα, αγριοκάτσικο, αγρινό, αγρίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ἀγρός. Η λ. ἀγρός χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, ως β συνθ. σε μια σειρά από σύνθετα, στα οποία σημαίνει «τον άγριο»: σύαγρος, «άγριος συς» … Dictionary of Greek
βόαγρος — βόαγρος, ο (Α) άγριος ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + αγρος < αγρός (πρβλ. ίππαγρος, σύαγρος)] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek